ιδεοληψία

ιδεοληψία
Όρος της ψυχολογίας. Πρόκειται για περιοδική και αθέλητη επιβολή ιδεών ή συναισθημάτων στη συνείδηση κάποιου ατόμου, που είναι κατά κανόνα ενοχλητικά και επιζήμια. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ι. Διακρίνονται με βάση τις ιδέες ή τα συναισθήματα που κάθε φορά κυριαρχούν στη συνείδηση του ατόμου, το οποίο κατέχεται από αυτήν. Οι πιο γνωστές κατηγορίες –αλλά και οι περισσότερο συνηθισμένες– είναι οι ακόλουθες: Η ι. ασέβειας αναφέρεται σε άτομα με βαθιά πίστη στον Θεό, τα οποία αισθάνονται την ανάγκη να βλασφημήσουν την ώρα της προσευχής και, γενικά, να καταφύγουν σε ασεβείς πράξεις. Η ι. εγκλήματος αναφέρεται σε άτομα που πάσχουν από την έμμονη ιδέα της κακοποίησης ή του φόνου κάποιου προσώπου, που ωστόσο αγαπούν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Η ψυχανάλυση εντοπίζει συνήθως στο οικογενειακό περιβάλλον τις αιτίες που δημιουργούν την κατάσταση αυτή. Εκείνοι που πάσχουν από ι. εγκλήματος αγνοούν ή έχουν λησμονήσει τα αίτια που τους οδήγησαν στη συμπεριφορά τους αυτή. Τις περισσότερες φορές, όμως, τα αίτια αυτά είναι κάποια τιμωρία ή μια έντονη επίπληξη ή προσβολή, που προερχόταν από το άτομο που επιθυμούν να βλάψουν και η οποία έχει ξεχαστεί· όμως, υποβόσκει πάντα στο άτομο η δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που δημιουργήθηκε τότε. Τέλος, η ι. που είναι γνωστή επιστημονικά ως ι. αίσχους εαυτού εμφανίζεται σε άτομα που δεν είναι ποτέ ευχαριστημένα με τον εαυτό τους, υποτιμούν τις δυνατότητές τους και μισούν καθετί που τα αφορά. Πολλές φορές η ι. αυτή συνοδεύεται από τύψεις συνείδησης για κάποιο γεγονός. Ωστόσο, το άτομο αναγνωρίζει ότι ποτέ δεν είχε σχέση με αυτό. Γενικά, η ι. εμφανίζεται σε άτομα αναποφάσιστα, ευαίσθητα και άβουλα. Η ψυχαναλυτική έρευνα βοηθά στην εντόπιση των απωθημένων αιτίων που τη δημιουργούν, σε μια προσπάθεια να βρει τρόπο θεραπείας της ι.
* * *
η
ιατρ. ιδέα, παράσταση ή αίσθημα που εμφανίζεται στη συνείδηση ενός ανθρώπου, παρά τη θέλησή του, ως παρασιτικό στοιχείο και από το οποίο ο πάσχων προσπαθεί να απαλλαγεί χωρίς συχνά να τό κατορθώνει, έμμονη ιδέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. obsession. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ από τον Άγγ. Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιδεοληψία — η έμμονη ιδέα, περιοδική εμφάνιση και κυριαρχία στη συνείδησή μας ορισμένων, ιδεών παρά τη θέλησή μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδεοληπτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεοληψία 2. εκείνος που πάσχει από ιδεοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. obsessionnel)] …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

  • μονομανία — η 1. (ψυχιατρ.) ψυχική διαταραχή, κατά την οποία μία μόνο ιδέα ή ένας περιορισμένος κύκλος ιδεών απασχολεί όλες τις διανοητικές λειτουργίες τού ασθενούς, αλλ. ιδεοληψία 2. μτφ. έντονη κλίση προς κάτι, η οποία απορροφά ολοκληρωτικά κάθε σκέψη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”